- τοιχωρυχία
- η, ΝΑ [τοιχωρυχῶ]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τοιχωρυχώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοιχωρυχία — τοιχωρυχίᾱ , τοιχωρυχία housebreaking fem nom/voc/acc dual τοιχωρυχίᾱ , τοιχωρυχία housebreaking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρυχίᾳ — τοιχωρυχίαι , τοιχωρυχία housebreaking fem nom/voc pl τοιχωρυχίᾱͅ , τοιχωρυχία housebreaking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρυχίας — τοιχωρυχίᾱς , τοιχωρυχία housebreaking fem acc pl τοιχωρυχίᾱς , τοιχωρυχία housebreaking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρυχίαν — τοιχωρυχίᾱν , τοιχωρυχία housebreaking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχωρυχίαις — τοιχωρυχία housebreaking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτοιχωρυχώ — ἐκτοιχωρυχῶ ( έω) (Α) 1. διαρπάζω με τοιχωρυχία* 2. γεν. αρπάζω, λεηλατώ … Dictionary of Greek
τοιχόρυγμα — ύγματος, τὸ, Μ τοιχωρυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὄρυγμα «άνοιγμα» (< ὀρύσσω «σκάβω»)] … Dictionary of Greek